ὁλόκυκλος

ὁλόκυκλος
ὁλόκυκλος
full-orbed
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ολόκυκλος — ὁλόκυκλος, ον (Μ) (για τη σελήνη) αυτή που εμφανίζει ολόκληρο τον κύκλο της, πλησιφαής, πανσέληνος …   Dictionary of Greek

  • ὁλόκυκλον — ὁλόκυκλος full orbed masc/fem acc sg ὁλόκυκλος full orbed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοκύκλου — ὁλόκυκλος full orbed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλόκυκλοι — ὁλόκυκλος full orbed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • ολοκυκλώ — ὁλοκυκλῶ, όω (Μ) [ολόκυκλος] (σχετικά με τη σελήνη) εμφανίζω ολόκυκλο, μετατρέπω σε πανσέληνο («σὺ δὲ μοι τὴν μηνοειδῆ σελήνην ὁλοκύκλωσον», Ευμάθ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”